- νευρόθλαστος
- νευρό-θλαστος, ον,A bruised in the sinews, Gal.13.576, Orib.Fr. 88.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρόθλαστος — νευρόθλαστος, ον (Α) αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ θλαστος, κεφαλό θλαστος] … Dictionary of Greek
νευροθλάστοις — νευρόθλαστος bruised in the sinews masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευροθλάστους — νευρόθλαστος bruised in the sinews masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευροθλάστων — νευρόθλαστος bruised in the sinews masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek